χοιράδωση

χοιράδωση
η
πάθηση κατά την οποία εμφανίζονται χοιράδες, δηλ. εξογκώματα αδένων του λαιμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χοιράδωση — η, Ν ιατρ. παλαιά ονομασία τής χρόνιας φυματιώδους λεμφαδενίτιδας τού τραχήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιράς, χοιράδ ος + κατάλ. ωση (< ρ. σε ώνω), πρβλ. φυματί ωση. Η λ., στον λόγιο τ. χοιράδωσις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • κηριώδης — ες (Α κηριώδης, ῶδες) [κηρίον] νεοελλ. φρ. «κηριώδης στοματίτιδα» ιατρ. χρόνια φλεγμονή τού στόματος, ιδίως σε παιδιά που πάσχουν από χοιράδωση, δηλ. από εξόγκωση τών λεμφαδένων τού λαιμού αρχ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, τής κηρήθρας… …   Dictionary of Greek

  • χελωνιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει χελώνια, που πάσχει από χοιράδωση 2. το αρσ. ως ουσ. ο χελωνιάρης ζωολ. κοινή ονομασία είδους αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης) …   Dictionary of Greek

  • χελώνι — το, Ν [χελώνη] (κν. ονομ.) 1. χοιράδωση, διογκωμένος αδένας τού λαιμού 2. εξογκωμένο λίπωμα στο κεφάλι 3. στον πληθ. τα χελώνια διογκωμένοι αδένες τού λαιμού …   Dictionary of Greek

  • χοιραδικός — ή, ό / χοιραδικός, ή, όν, ΝΑ [χοιράς, άδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις χοιράδες, στα οιδήματα τών αδένων τού λαιμού νεοελλ. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χοιράδωση αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χοιραδικόν είδος φαρμάκου …   Dictionary of Greek

  • χοιραδισμός — ο, Ν χοιράδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιράδα + κατάλ. ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • χοιραδόδερμα — το, Ν η λοίμωξη τού δέρματος τών ατόμων που πάσχουν από χοιράδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιράς, χοιράδ ος + δέρμα] …   Dictionary of Greek

  • χελωνιάρης — α, ικο 1. αυτός που πάσχει από χοιράδωση, αυτός που βγάζει χελώνια. 2. το αρσ. ως ουσ., χελωνιάρης κοινή ονομασία ορισμένων ειδών του πουλιού αετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χελώνια — τα διόγκωση αδένα από χοιράδωση, χοιράδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοιραδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις χοιράδες. 2. αυτός που πάσχει από χοιράδωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”